172 - Ντίνος Χριστιανόπουλος: Παρακολουθούσα στην άκρη της αρβύλας μου μια χαριτωμένη ανεμώνα
Η προσμονή της επικείμενης στράτευσής μου είχε αρχίσει να μου δημιουργεί ένα αίσθημα αυξανόμενης αναστάτωσης και υποδόριας μελαγχολίας. Δεν είχα φύγει ποτέ άλλοτε από το σπίτι μου και μου κακοφαίνονταν που θα το έχανα για να ζήσω μια ζωή ολότελα άγνωστη. Ήμουν ήσυχος, βέβαια, που είχα προλάβει να πάρω το πτυχίο μου, αλλά με στεναχωρούσε το γεγονός ότι, ενώ οι συμφοιτήτριές μου θα είχαν αρχίσει να διορίζονται, εγώ θα σπαταλούσα σχεδόν δύο χρόνια στο στρατό. Ο πατέρας μου τον πιο πολύ καιρό δε δούλευε, η μητέρα μου πότε πότε ξενοδούλευε, κάποιος θείος μου είχε αναλάβει τις σπουδές μου αλλά και μ' αυτόν δεν τα πήγαινα καλά, επιπλέον τα λίγα λεφτά που έπαιρνα από μια επιστημονική εργασία που μου είχε αναθέσει ο καθηγητής μου Λίνος Πολίτης κόντευαν να τελειώσουν, ενώ είχα σταματήσει και το μάθημα που έκανα σε ένα παιδάκι του δημοτικού και που μου απέφερε ψίχουλα. Όσο για τα λογοτεχνικά μου διαβάσματα και γραψίματα — είχα τυπώσει ήδη τρία ποιητικά βιβλία — δε μπορούσαν να με παρηγορήσουν ενώ η καρδιά μου είχε αρχίσει να μαυρίζει. Παρ' όλα αυτά θυμήθηκα να αφήσω λίγα λεφτά στη μητέρα μου για να μου αγοράζει τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη, που τότε είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν σε φυλλάδια με την επιμέλεια του Γ. Βαλέτα.

(Τα αισθήματα εκείνων των ημερών μού ενέπνευσαν, τρία χρόνια αργότερα, ένα ποίημα που το παραθέτω γιατί, αν και κάπως αδύνατο, με εξέφραζε τότε αρκετά:
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟ
Ξέρω κάτι παιδιά
που ξεκιναν για το στρατό
εφοδιασμένοι με συστατικά γράμματα βουλευτών
δάκρυα πικρά της μαμάς εναγκαλισμοί συγγενών
δώρα λουκούμια λουμινάλ σοκολάτες —
και χαιρετούν απ' το βαγόνι μελαγχολικά
με μια κρυφή αναστάτωση μέσα τους
γεμάτοι αβεβαιότητα για το επερχόμενο κακό,
ώσπου τα γράμματα να φέρουν αποτέλεσμα
οι ενέργειες του μπαμπά να τελεσφορήσουν
και γίνουν αξιωματικοί
στο ΝΑΤΟ
Μα είναι και κάτι άλλα παιδιά
απ' τα βουνά της Μακεδονίας απ' τα κατσάβραχα,
που ξεκινάν μ' ένα ζεμπίλι και το σακάκι στο χέρι
κα κει στο σιδηροδρομικό σταθμό
δεν έχουν άνθρωπο να τους ξεπροβοδίσει
μάνα να κλάψει, αδελφή να τους φιλήσει,
μόν' βρίσκουν κι άλλα παιδιά με ζεμπίλια
κι ενώνονται σιγά σιγά
και γίνονται μια συντροφιά
και παίρνουν όλοι μαζί ένα τραγούδι
(λες και ζητούν να ξεγελάσουνε τον εαυτό τους
πως παν σε πανηγύρι κι όχι στο στρατό...).

[....] Την άλλη μέρα το πρωί συναντήθηκα με τους δυο συμφοιτητές μου και ταξιδέψαμε μαζί για την Κόρινθο. Και οι τρεις, κατηφείς. Πώς ταξιδέψαμε; Δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι ούτε τον ισθμό ούτε την Κόρινθο. Ένα νέφος στην καρδιά μου τα σκέπαζε όλα.
Όταν φτάσαμε στην Κόρινθο, είχαμε μαζευτεί πάρα πολλοί υποψήφιοι νεοσύλλεκτοι, ίσως μερικές χιλιάδες. Και φυσικά, όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από όλα τα μέρη. Από Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήμασταν εξ αναβολής λόγω σπουδών από τα άλλα μέρη οι άλλοι έρχονταν να υπηρετήσουν κανονικά. Ανηφορίσαμε ένα λοφάικι, όπου δέσποζε το ΚΕΝ Κορίνθου (Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσύλλεκτων). Εκεί στην είσοδο μάς υποδέχτηκε ένα μεγάλο πανώ που έγραφε ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΚΕΝΚ. Διαφορετικά όμως μας τα ΄λεγαν οι αλφαμίτες της πύλης. Με αρκετή κακεντρέχεια μας έλεγαν «μη φοβάστε, ρε, ελάτε μέσα, σας περιμένει ή Καλλιόπη» (Καλλιόπη εννοούσαν την αγγαρεία για την καθαριότητα των αποχωρητηρίων).

[....] H φύση της Κορίνθου ήταν απερίγραπτα ωραία και τα ξεμυτίσματα της άνοιξης με ξετρέλαιναν. Εκεί που καθόμασταν λ.χ. πάνω στα χόρτα κι ακούγαμε την πληκτική διδασκαλία που μας έκαναν τα διάφορα δεκανάκια, παρακολουθούσα στην άκρη της αρβύλας μου μια χαριτωμένη ανεμώνα, που την πρόσεχα στις εννιά το πρωί ως μπουμπούκι και στις δέκα είχε ανοίξει εντελώς και μου έδειχνε την ωραία καρδούλα της. Άλλο τόσο με συγκινούσαν και τα διάφορα ολοζώντανα και καταπράσινα αγκάθια, κυρίως η αρχαία άκανθα, που τα μεγάλα λογχωτά φύλλα της έμοιαζαν με της αγκινάρας και εξακτινώνονταν με τέλεια συμμετρία και ομορφιά. Αυτή την άκανθα δεν την είχα προσέξει ποτέ άλλοτε και τώρα την κοίταζα εκστατικός (την έβλεπα και καταλάβαινα τι θα πει ρυθμός) ενώ μερικοί με κορόιδευαν που την είχα κάνει ψώνιο με τα αγκάθια. Θυμήθηκα ότι απ' αυτή την άκανθα οι αρχαίοι Κορίνθιοι είχαν εμπνευστεί τον περίφημο κορινθιακό ρυθμό. Αυτό τον ρυθμό έπρεπε να βρεθώ στην Κόρινθο για να τον καταλάβω• ενώ όταν θαύμαζα τα υπέροχα κορινθιακά κιονόκρανα στους κίονες της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης μού έλειπαν οι ανάλογες προϋποθέσεις για να κάνω το συσχετισμό.

Πίσ' απ' την παλιά στρατώνα
(τ' άκούς, κουμπάρα μ', τ' ακούς;)
αγαπώ μια κοπελιά
(κουμπαρούλα μου γλυκιά).
Όλοι μού λεν για να την πάρω
(τ' ακούς, κουμπάρα μ', τ' ακούς;)
μα είν' τα έξοδα βαριά
(κουμπαρούλα μου γλυκιά).
Το τραγούδι συνέχιζε με τα γούστα της κοπελιάς, που δεν ήθελε να παντρευτεί στρατιώτη αλλά
θέλει άντρα λοχαγό —
τον κακό της τον καιρό!
Δυστυχώς, τα άλλα δεν τα θυμάμαι. Κι όταν πια χορταίναμε και τα τραγούδια αυτά, και η πειθαρχία είχε χαλαρώσει εντελώς, το ρίχναμε στις συζητήσεις — όσοι τουλάχιστον ήμασταν διατεθειμένοι να συνεχίσουμε την πορεία (γιατί πολλοί κρύβονταν πίσω από τους θάμνους και, στην επιστροφή, επανέρχονταν στις τάξεις του στρατού!)

Και τώρα θα σας πω την ιστορία με τον υπολοχαγό. Ο Μπίλιας ήταν πάρα πολύ ωραίος, πολύ αρρενωπός και πολύ κομψός. Όλοι ήταν μαζί του γοητευμένοι, το ίδιο κι εγώ. Φαίνεται όμως ότι εμένα με υποψιάζονταν για τοιούτον. Δε μου έλεγε τίποτε αλλά με κοιτούσε αινιγματικά. Μια μέρα μ' έβαλε θαλαμοφύλακα μαζί με κάποιον Πειραιώτη μάγκα. Όταν έφυγε ο λόχος και μείναμε μόνοι, ο Πειραιώτης με πλησίασε και μου ρίχτηκε κάνοντας διάφορες χειρονομίες. Εγώ αντέδρασα αμέσως και τον απείλησα ότι την άλλη μέρα θα τον έβγαζα στην αναφορά.

[....] Η καθημερινή ζωή στο ΚΕΝΚ δεν ήταν για μένα και τόσο ρουτινιάρικη ή απελπιστική όσο ήταν για πολλούς άλλους. Άλλοι έκλαιγαν για τα χάλια τους και νοσταλγούσαν τον «πολιτικό τους βίο» (τι έκφραση!), άλλοι μούγκριζαν ή στέναζαν απ' τον καημό τους γιατί τους έλειπε η γυναίκα. Εγώ, χωρίς να ισχυρίζομαι πως καλοπερνούσα, όμως έκαμα ό,τι μπορούσα για να γεμίζω με χίλιους τρόπους τη ζωή μου. Είχα βρει αρκετούς συναδέλφους, με τους οποίους μπορούσα να κουβεντιάζω για λογοτεχνία. Παράλληλα αλληλογραφούσα με πολλούς και αξιόλογους λογοτέχνες στη Θεσσαλονίκη (κυρίως τον Τριαντάφυλλο Πίττα και τον Γιάννη Μπαμπατζάνη) και προπάντων στην Αθήνα (τον Κώστα Ταχτσή, την Ελένη Βακαλό, τον Δημήτρη Παπαδίτσα, τον Σταύρο Βαβούρη) και σε άλλα μέρη (τον Γιάννη Δάλλα). Επίσης κρατούσα κάθε μέρα ημερολόγιο, που το είχα αρχίσει το 1945 και το συνεχίζω μέχρι σήμερα.
Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931)

= = = = = =
Ενημέρωση 11/8/2020
- H Kαθημερινή: Εφυγε από τη ζωή ο Ντίνος Χριστιανόπουλος
*αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο
του Ντίνου Χριστιανόπουλου Εγώ, φαντάρος στο χακί...
Εκδόσεις: Μπιλιέτο, Παιανία, 2003
*φωτογραφίες: η πρώτη είναι από το newpost.gr, η τελευταία από
το clickatlife.gr και οι φωτογραφίες εντός
του κειμένου είναι από το βιβλίο
links:
Ντ.Χρ.: «Πράξη ζωής», η απόρριψη του Βραβείου
Συνέντευξη
Ντ.Χρ.: Eίμαι εναντίον
Nτ.Χρ.: Ποιήματα
Θεσσαλονίκην ου μ' εθέσπισεν... (απόσπ.)
Νεκρή πιάτσα (απόσπ.)
Αποκούμπι